Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσαγρέω
δυσαγρής
δυσαγρία
δυσάγωγος
δυσάγων
δυσαγώνιστος
δυσάδελφος
δυσάεθλος
δυσαερία
δυσάερος
δυσαής
δυσάθλιος
δυσαίακτος
δυσαιανής
δυσαίθριος
δυσαιμορράγητος
δυσαίνητος
δυσαίνιγμα
δυσαίρετος
δυσαισθησία
δυσαισθητέω
View word page
δυσαής
ill-blowing, stormy

ShortDef

ill-blowing, stormy

Debugging

Headword:
δυσαής
Headword (normalized):
δυσαής
Headword (normalized/stripped):
δυσαης
IDX:
24323
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24324
Key:

Data

{'content': 'ill-blowing, stormy'}