Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δύσαγνος
δυσαγρέω
δυσαγρής
δυσαγρία
δυσάγωγος
δυσάγων
δυσαγώνιστος
δυσάδελφος
δυσάεθλος
δυσαερία
δυσάερος
δυσαής
δυσάθλιος
δυσαίακτος
δυσαιανής
δυσαίθριος
δυσαιμορράγητος
δυσαίνητος
δυσαίνιγμα
δυσαίρετος
δυσαισθησία
View word page
δυσάερος
having bad air
ShortDef
having bad air
Debugging
Headword:
δυσάερος
Headword (normalized):
δυσάερος
Headword (normalized/stripped):
δυσαερος
IDX:
24322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24323
Key:
Data
{'content': 'having bad air'}