Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αἴτημα
αἰτηματικός
αἰτηματώδης
αἰτήσιμος
αἴτησις
αἰτητέον
αἰτητής
αἰτητικός
αἰτητός
αἰτία
αἰτιάζομαι
αἰτίαμα
αἰτιάομαι
αἰτίασις
αἰτιατέον
αἰτιατικός
αἰτιατός
αἰτίζω
αἰτιολογέω
αἰτιολογητέον
αἰτιολογία
View word page
αἰτιάζομαι
to be accused

ShortDef

to be accused

Debugging

Headword:
αἰτιάζομαι
Headword (normalized):
αἰτιάζομαι
Headword (normalized/stripped):
αιτιαζομαι
IDX:
2430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2431
Key:

Data

{'content': 'to be accused'}