Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυοκαίδεκα
δυοκαιδεκάδελτος
δυοκαιδεκάζῳδος
δυοκαιδεκάμηνος
δυοκαιδέκατος
δυοκαιεβδομηκοστός
δυοκαιεικοσίπηχυς
δυοκαιεικοστός
δυοκαιπεντηκοστός
δυόμισυ
δυοποιός
δυοστός
δύπτης
δύπτω
Δυρράχιον
Δυρράχιος
δυς
δυσάγγελος
δυσαγέω
δυσαγής
δύσαγνος
View word page
δυοποιός
making two

ShortDef

making two

Debugging

Headword:
δυοποιός
Headword (normalized):
δυοποιός
Headword (normalized/stripped):
δυοποιος
IDX:
24302
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24303
Key:

Data

{'content': 'making two'}