Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγαλλίαμα
ἀγαλλίασις
ἀγαλλιάω
ἀγαλλίς
ἀγάλλομαι
ἀγάλλω
ἄγαλμα
ἀγαλματίας
ἀγαλμάτιον
ἀγαλματογλύφος
ἀγαλματοποιέω
ἀγαλματοποιητικός
ἀγαλματοποιΐα
ἀγαλματοποιικός
ἀγαλματοποιός
ἀγαλματοφορέω
ἀγαλματοφόρος
ἀγαλματοφώρας
ἀγαλματόω
ἀγαλματώδης
ἀγαλμοτυπεύς
View word page
ἀγαλματοποιέω
make statues

ShortDef

make statues

Debugging

Headword:
ἀγαλματοποιέω
Headword (normalized):
ἀγαλματοποιέω
Headword (normalized/stripped):
αγαλματοποιεω
IDX:
242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-243
Key:

Data

{'content': 'make statues'}