Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυνάστης
δυναστικός
δυνάστωρ
δυνατέω
δυνατός
δυνατοτερέω
δυνητικός
δύνω
δύο
δυογόν
δυοειδής
δυοκαίδεκα
δυοκαιδεκάδελτος
δυοκαιδεκάζῳδος
δυοκαιδεκάμηνος
δυοκαιδέκατος
δυοκαιεβδομηκοστός
δυοκαιεικοσίπηχυς
δυοκαιεικοστός
δυοκαιπεντηκοστός
δυόμισυ
View word page
δυοειδής
of two forms, double, dual

ShortDef

of two forms, double, dual

Debugging

Headword:
δυοειδής
Headword (normalized):
δυοειδής
Headword (normalized/stripped):
δυοειδης
IDX:
24291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24292
Key:

Data

{'content': 'of two forms, double, dual'}