Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυναστεύω
δυνάστης
δυναστικός
δυνάστωρ
δυνατέω
δυνατός
δυνατοτερέω
δυνητικός
δύνω
δύο
δυογόν
δυοειδής
δυοκαίδεκα
δυοκαιδεκάδελτος
δυοκαιδεκάζῳδος
δυοκαιδεκάμηνος
δυοκαιδέκατος
δυοκαιεβδομηκοστός
δυοκαιεικοσίπηχυς
δυοκαιεικοστός
δυοκαιπεντηκοστός
View word page
δυογόν
made-up etymology for ζυγόν, yoke
ShortDef
made-up etymology for ζυγόν, yoke
Debugging
Headword:
δυογόν
Headword (normalized):
δυογόν
Headword (normalized/stripped):
δυογον
IDX:
24290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24291
Key:
Data
{'content': 'made-up etymology for ζυγόν, yoke'}