Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυναστευτικός
δυναστεύω
δυνάστης
δυναστικός
δυνάστωρ
δυνατέω
δυνατός
δυνατοτερέω
δυνητικός
δύνω
δύο
δυογόν
δυοειδής
δυοκαίδεκα
δυοκαιδεκάδελτος
δυοκαιδεκάζῳδος
δυοκαιδεκάμηνος
δυοκαιδέκατος
δυοκαιεβδομηκοστός
δυοκαιεικοσίπηχυς
δυοκαιεικοστός
View word page
δύο
two
ShortDef
two
Debugging
Headword:
δύο
Headword (normalized):
δύο
Headword (normalized/stripped):
δυο
IDX:
24289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24290
Key:
Data
{'content': 'two'}