Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυναστεία
δυνάστευμα
δυναστευτικός
δυναστεύω
δυνάστης
δυναστικός
δυνάστωρ
δυνατέω
δυνατός
δυνατοτερέω
δυνητικός
δύνω
δύο
δυογόν
δυοειδής
δυοκαίδεκα
δυοκαιδεκάδελτος
δυοκαιδεκάζῳδος
δυοκαιδεκάμηνος
δυοκαιδέκατος
δυοκαιεβδομηκοστός
View word page
δυνητικός
potential
ShortDef
potential
Debugging
Headword:
δυνητικός
Headword (normalized):
δυνητικός
Headword (normalized/stripped):
δυνητικος
IDX:
24287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24288
Key:
Data
{'content': 'potential'}