Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυναμωτικός
δυναστεία
δυνάστευμα
δυναστευτικός
δυναστεύω
δυνάστης
δυναστικός
δυνάστωρ
δυνατέω
δυνατός
δυνατοτερέω
δυνητικός
δύνω
δύο
δυογόν
δυοειδής
δυοκαίδεκα
δυοκαιδεκάδελτος
δυοκαιδεκάζῳδος
δυοκαιδεκάμηνος
δυοκαιδέκατος
View word page
δυνατοτερέω
to be more capable

ShortDef

to be more capable

Debugging

Headword:
δυνατοτερέω
Headword (normalized):
δυνατοτερέω
Headword (normalized/stripped):
δυνατοτερεω
IDX:
24286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24287
Key:

Data

{'content': 'to be more capable'}