Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυνάμωσις
δυναμωτικός
δυναστεία
δυνάστευμα
δυναστευτικός
δυναστεύω
δυνάστης
δυναστικός
δυνάστωρ
δυνατέω
δυνατός
δυνατοτερέω
δυνητικός
δύνω
δύο
δυογόν
δυοειδής
δυοκαίδεκα
δυοκαιδεκάδελτος
δυοκαιδεκάζῳδος
δυοκαιδεκάμηνος
View word page
δυνατός
strong, mighty, able

ShortDef

strong, mighty, able

Debugging

Headword:
δυνατός
Headword (normalized):
δυνατός
Headword (normalized/stripped):
δυνατος
IDX:
24285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24286
Key:

Data

{'content': 'strong, mighty, able'}