Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυναμόω
δυνάμωσις
δυναμωτικός
δυναστεία
δυνάστευμα
δυναστευτικός
δυναστεύω
δυνάστης
δυναστικός
δυνάστωρ
δυνατέω
δυνατός
δυνατοτερέω
δυνητικός
δύνω
δύο
δυογόν
δυοειδής
δυοκαίδεκα
δυοκαιδεκάδελτος
δυοκαιδεκάζῳδος
View word page
δυνατέω
to be powerful, mighty

ShortDef

to be powerful, mighty

Debugging

Headword:
δυνατέω
Headword (normalized):
δυνατέω
Headword (normalized/stripped):
δυνατεω
IDX:
24284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24285
Key:

Data

{'content': 'to be powerful, mighty'}