Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυναμοδύναμις
δυναμόκυβος
δυναμοστόν
δυναμόω
δυνάμωσις
δυναμωτικός
δυναστεία
δυνάστευμα
δυναστευτικός
δυναστεύω
δυνάστης
δυναστικός
δυνάστωρ
δυνατέω
δυνατός
δυνατοτερέω
δυνητικός
δύνω
δύο
δυογόν
δυοειδής
View word page
δυνάστης
a lord, master, ruler

ShortDef

a lord, master, ruler

Debugging

Headword:
δυνάστης
Headword (normalized):
δυνάστης
Headword (normalized/stripped):
δυναστης
IDX:
24281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24282
Key:

Data

{'content': 'a lord, master, ruler'}