Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δύναμις
δυναμοδύναμις
δυναμόκυβος
δυναμοστόν
δυναμόω
δυνάμωσις
δυναμωτικός
δυναστεία
δυνάστευμα
δυναστευτικός
δυναστεύω
δυνάστης
δυναστικός
δυνάστωρ
δυνατέω
δυνατός
δυνατοτερέω
δυνητικός
δύνω
δύο
δυογόν
View word page
δυναστεύω
to hold power

ShortDef

to hold power

Debugging

Headword:
δυναστεύω
Headword (normalized):
δυναστεύω
Headword (normalized/stripped):
δυναστευω
IDX:
24280
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24281
Key:

Data

{'content': 'to hold power'}