Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυναμικός
δύναμις
δυναμοδύναμις
δυναμόκυβος
δυναμοστόν
δυναμόω
δυνάμωσις
δυναμωτικός
δυναστεία
δυνάστευμα
δυναστευτικός
δυναστεύω
δυνάστης
δυναστικός
δυνάστωρ
δυνατέω
δυνατός
δυνατοτερέω
δυνητικός
δύνω
δύο
View word page
δυναστευτικός
arbitrary

ShortDef

arbitrary

Debugging

Headword:
δυναστευτικός
Headword (normalized):
δυναστευτικός
Headword (normalized/stripped):
δυναστευτικος
IDX:
24279
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24280
Key:

Data

{'content': 'arbitrary'}