Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυναμερός
δυναμικός
δύναμις
δυναμοδύναμις
δυναμόκυβος
δυναμοστόν
δυναμόω
δυνάμωσις
δυναμωτικός
δυναστεία
δυνάστευμα
δυναστευτικός
δυναστεύω
δυνάστης
δυναστικός
δυνάστωρ
δυνατέω
δυνατός
δυνατοτερέω
δυνητικός
δύνω
View word page
δυνάστευμα
natural resources

ShortDef

natural resources

Debugging

Headword:
δυνάστευμα
Headword (normalized):
δυνάστευμα
Headword (normalized/stripped):
δυναστευμα
IDX:
24278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24279
Key:

Data

{'content': 'natural resources'}