Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Δυναμένη
δυναμερός
δυναμικός
δύναμις
δυναμοδύναμις
δυναμόκυβος
δυναμοστόν
δυναμόω
δυνάμωσις
δυναμωτικός
δυναστεία
δυνάστευμα
δυναστευτικός
δυναστεύω
δυνάστης
δυναστικός
δυνάστωρ
δυνατέω
δυνατός
δυνατοτερέω
δυνητικός
View word page
δυναστεία
power, lordship, sovereignty

ShortDef

power, lordship, sovereignty

Debugging

Headword:
δυναστεία
Headword (normalized):
δυναστεία
Headword (normalized/stripped):
δυναστεια
IDX:
24277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24278
Key:

Data

{'content': 'power, lordship, sovereignty'}