Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δύναμαι
Δυναμένη
δυναμερός
δυναμικός
δύναμις
δυναμοδύναμις
δυναμόκυβος
δυναμοστόν
δυναμόω
δυνάμωσις
δυναμωτικός
δυναστεία
δυνάστευμα
δυναστευτικός
δυναστεύω
δυνάστης
δυναστικός
δυνάστωρ
δυνατέω
δυνατός
δυνατοτερέω
View word page
δυναμωτικός
strengthening

ShortDef

strengthening

Debugging

Headword:
δυναμωτικός
Headword (normalized):
δυναμωτικός
Headword (normalized/stripped):
δυναμωτικος
IDX:
24276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24277
Key:

Data

{'content': 'strengthening'}