Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Δύμας
Δύμη
δύναμαι
Δυναμένη
δυναμερός
δυναμικός
δύναμις
δυναμοδύναμις
δυναμόκυβος
δυναμοστόν
δυναμόω
δυνάμωσις
δυναμωτικός
δυναστεία
δυνάστευμα
δυναστευτικός
δυναστεύω
δυνάστης
δυναστικός
δυνάστωρ
δυνατέω
View word page
δυναμόω
to strengthen

ShortDef

to strengthen

Debugging

Headword:
δυναμόω
Headword (normalized):
δυναμόω
Headword (normalized/stripped):
δυναμοω
IDX:
24274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24275
Key:

Data

{'content': 'to strengthen'}