Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυηπαθία
δυήπαθος
δυθμά
δυϊκός
Δύμας
Δύμη
δύναμαι
Δυναμένη
δυναμερός
δυναμικός
δύναμις
δυναμοδύναμις
δυναμόκυβος
δυναμοστόν
δυναμόω
δυνάμωσις
δυναμωτικός
δυναστεία
δυνάστευμα
δυναστευτικός
δυναστεύω
View word page
δύναμις
power, might, strength

ShortDef

power, might, strength

Debugging

Headword:
δύναμις
Headword (normalized):
δύναμις
Headword (normalized/stripped):
δυναμις
IDX:
24270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24271
Key:

Data

{'content': 'power, might, strength'}