Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυηπαθής
δυηπαθία
δυήπαθος
δυθμά
δυϊκός
Δύμας
Δύμη
δύναμαι
Δυναμένη
δυναμερός
δυναμικός
δύναμις
δυναμοδύναμις
δυναμόκυβος
δυναμοστόν
δυναμόω
δυνάμωσις
δυναμωτικός
δυναστεία
δυνάστευμα
δυναστευτικός
View word page
δυναμικός
powerful, efficacious

ShortDef

powerful, efficacious

Debugging

Headword:
δυναμικός
Headword (normalized):
δυναμικός
Headword (normalized/stripped):
δυναμικος
IDX:
24269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24270
Key:

Data

{'content': 'powerful, efficacious'}