Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυηπαθέω
δυηπαθής
δυηπαθία
δυήπαθος
δυθμά
δυϊκός
Δύμας
Δύμη
δύναμαι
Δυναμένη
δυναμερός
δυναμικός
δύναμις
δυναμοδύναμις
δυναμόκυβος
δυναμοστόν
δυναμόω
δυνάμωσις
δυναμωτικός
δυναστεία
δυνάστευμα
View word page
δυναμερός
potent

ShortDef

potent

Debugging

Headword:
δυναμερός
Headword (normalized):
δυναμερός
Headword (normalized/stripped):
δυναμερος
IDX:
24268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24269
Key:

Data

{'content': 'potent'}