Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυερός
δύη
δυηπαθέω
δυηπαθής
δυηπαθία
δυήπαθος
δυθμά
δυϊκός
Δύμας
Δύμη
δύναμαι
Δυναμένη
δυναμερός
δυναμικός
δύναμις
δυναμοδύναμις
δυναμόκυβος
δυναμοστόν
δυναμόω
δυνάμωσις
δυναμωτικός
View word page
δύναμαι
to be able, capable, strong enough
ShortDef
to be able, capable, strong enough
Debugging
Headword:
δύναμαι
Headword (normalized):
δύναμαι
Headword (normalized/stripped):
δυναμαι
IDX:
24266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24267
Key:
Data
{'content': 'to be able, capable, strong enough'}