Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυενιαυσίως
δυερός
δύη
δυηπαθέω
δυηπαθής
δυηπαθία
δυήπαθος
δυθμά
δυϊκός
Δύμας
Δύμη
δύναμαι
Δυναμένη
δυναμερός
δυναμικός
δύναμις
δυναμοδύναμις
δυναμόκυβος
δυναμοστόν
δυναμόω
δυνάμωσις
View word page
Δύμη
Dyme
ShortDef
Dyme
Debugging
Headword:
Δύμη
Headword (normalized):
δύμη
Headword (normalized/stripped):
δυμη
IDX:
24265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24266
Key:
Data
{'content': 'Dyme'}