Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυάνδρες
δυανδρικός
δυάς
δυάω
δυειδής
δυενιαυσίως
δυερός
δύη
δυηπαθέω
δυηπαθής
δυηπαθία
δυήπαθος
δυθμά
δυϊκός
Δύμας
Δύμη
δύναμαι
Δυναμένη
δυναμερός
δυναμικός
δύναμις
View word page
δυηπαθία
misery
ShortDef
misery
Debugging
Headword:
δυηπαθία
Headword (normalized):
δυηπαθία
Headword (normalized/stripped):
δυηπαθια
IDX:
24260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24261
Key:
Data
{'content': 'misery'}