Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυάκις
δυάνδρες
δυανδρικός
δυάς
δυάω
δυειδής
δυενιαυσίως
δυερός
δύη
δυηπαθέω
δυηπαθής
δυηπαθία
δυήπαθος
δυθμά
δυϊκός
Δύμας
Δύμη
δύναμαι
Δυναμένη
δυναμερός
δυναμικός
View word page
δυηπαθής
much-suffering
ShortDef
much-suffering
Debugging
Headword:
δυηπαθής
Headword (normalized):
δυηπαθής
Headword (normalized/stripped):
δυηπαθης
IDX:
24259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24260
Key:
Data
{'content': 'much-suffering'}