Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυάζω
δυάκις
δυάνδρες
δυανδρικός
δυάς
δυάω
δυειδής
δυενιαυσίως
δυερός
δύη
δυηπαθέω
δυηπαθής
δυηπαθία
δυήπαθος
δυθμά
δυϊκός
Δύμας
Δύμη
δύναμαι
Δυναμένη
δυναμερός
View word page
δυηπαθέω
endure misery
ShortDef
endure misery
Debugging
Headword:
δυηπαθέω
Headword (normalized):
δυηπαθέω
Headword (normalized/stripped):
δυηπαθεω
IDX:
24258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24259
Key:
Data
{'content': 'endure misery'}