Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυαδικός
δυαδισμός
δυάζω
δυάκις
δυάνδρες
δυανδρικός
δυάς
δυάω
δυειδής
δυενιαυσίως
δυερός
δύη
δυηπαθέω
δυηπαθής
δυηπαθία
δυήπαθος
δυθμά
δυϊκός
Δύμας
Δύμη
δύναμαι
View word page
δυερός
miserable

ShortDef

miserable

Debugging

Headword:
δυερός
Headword (normalized):
δυερός
Headword (normalized/stripped):
δυερος
IDX:
24256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24257
Key:

Data

{'content': 'miserable'}