Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυαδίζω
δυαδικός
δυαδισμός
δυάζω
δυάκις
δυάνδρες
δυανδρικός
δυάς
δυάω
δυειδής
δυενιαυσίως
δυερός
δύη
δυηπαθέω
δυηπαθής
δυηπαθία
δυήπαθος
δυθμά
δυϊκός
Δύμας
Δύμη
View word page
δυενιαυσίως
twice yearly

ShortDef

twice yearly

Debugging

Headword:
δυενιαυσίως
Headword (normalized):
δυενιαυσίως
Headword (normalized/stripped):
δυενιαυσιως
IDX:
24255
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24256
Key:

Data

{'content': 'twice yearly'}