Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δρῦς
δρυτόμος
δρυφάδες
δρύφακτος
δρυφακτόω
δρυφάκτωμα
δρυφάσσω
δρυφή
δρύψελον
δρύψια
δρυψογέρων
δρωπάζω
δρωπακίζω
δρωπακισμός
δρωπακιστέον
δρωπακιστής
δρωπακιστός
δρῶπαξ
Δρωπίδης
δυαδίζω
δυαδικός
View word page
δρυψογέρων
worn-out old man

ShortDef

worn-out old man

Debugging

Headword:
δρυψογέρων
Headword (normalized):
δρυψογέρων
Headword (normalized/stripped):
δρυψογερων
IDX:
24236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24237
Key:

Data

{'content': 'worn-out old man'}