Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δρύπτω
δρῦς
δρυτόμος
δρυφάδες
δρύφακτος
δρυφακτόω
δρυφάκτωμα
δρυφάσσω
δρυφή
δρύψελον
δρύψια
δρυψογέρων
δρωπάζω
δρωπακίζω
δρωπακισμός
δρωπακιστέον
δρωπακιστής
δρωπακιστός
δρῶπαξ
Δρωπίδης
δυαδίζω
View word page
δρύψια
parings
ShortDef
parings
Debugging
Headword:
δρύψια
Headword (normalized):
δρύψια
Headword (normalized/stripped):
δρυψια
IDX:
24235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24236
Key:
Data
{'content': 'parings'}