Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Δρύοψ
δρύοψ
δρυπεπής
δρυπίς
δρύππιος
δρύπτω
δρῦς
δρυτόμος
δρυφάδες
δρύφακτος
δρυφακτόω
δρυφάκτωμα
δρυφάσσω
δρυφή
δρύψελον
δρύψια
δρυψογέρων
δρωπάζω
δρωπακίζω
δρωπακισμός
δρωπακιστέον
View word page
δρυφακτόω
fence, fortify

ShortDef

fence, fortify

Debugging

Headword:
δρυφακτόω
Headword (normalized):
δρυφακτόω
Headword (normalized/stripped):
δρυφακτοω
IDX:
24230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24231
Key:

Data

{'content': 'fence, fortify'}