Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δρύοχος
Δρύοψ
δρύοψ
δρυπεπής
δρυπίς
δρύππιος
δρύπτω
δρῦς
δρυτόμος
δρυφάδες
δρύφακτος
δρυφακτόω
δρυφάκτωμα
δρυφάσσω
δρυφή
δρύψελον
δρύψια
δρυψογέρων
δρωπάζω
δρωπακίζω
δρωπακισμός
View word page
δρύφακτος
a fence

ShortDef

a fence

Debugging

Headword:
δρύφακτος
Headword (normalized):
δρύφακτος
Headword (normalized/stripped):
δρυφακτος
IDX:
24229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24230
Key:

Data

{'content': 'a fence'}