Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δρύος
δρυοτομία
δρύοχοι
δρύοχος
Δρύοψ
δρύοψ
δρυπεπής
δρυπίς
δρύππιος
δρύπτω
δρῦς
δρυτόμος
δρυφάδες
δρύφακτος
δρυφακτόω
δρυφάκτωμα
δρυφάσσω
δρυφή
δρύψελον
δρύψια
δρυψογέρων
View word page
δρῦς
a tree
ShortDef
a tree
Debugging
Headword:
δρῦς
Headword (normalized):
δρῦς
Headword (normalized/stripped):
δρυς
IDX:
24226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24227
Key:
Data
{'content': 'a tree'}