Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δρυοπτερίς
δρύος
δρυοτομία
δρύοχοι
δρύοχος
Δρύοψ
δρύοψ
δρυπεπής
δρυπίς
δρύππιος
δρύπτω
δρῦς
δρυτόμος
δρυφάδες
δρύφακτος
δρυφακτόω
δρυφάκτωμα
δρυφάσσω
δρυφή
δρύψελον
δρύψια
View word page
δρύπτω
to tear, strip

ShortDef

to tear, strip

Debugging

Headword:
δρύπτω
Headword (normalized):
δρύπτω
Headword (normalized/stripped):
δρυπτω
IDX:
24225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24226
Key:

Data

{'content': 'to tear, strip'}