Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δρυοκοίτης
δρυοκολάπτης
δρυοπαγής
δρυοπτερίς
δρύος
δρυοτομία
δρύοχοι
δρύοχος
Δρύοψ
δρύοψ
δρυπεπής
δρυπίς
δρύππιος
δρύπτω
δρῦς
δρυτόμος
δρυφάδες
δρύφακτος
δρυφακτόω
δρυφάκτωμα
δρυφάσσω
View word page
δρυπεπής
ripened on the tree, quite ripe
ShortDef
ripened on the tree, quite ripe
Debugging
Headword:
δρυπεπής
Headword (normalized):
δρυπεπής
Headword (normalized/stripped):
δρυπεπης
IDX:
24222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24223
Key:
Data
{'content': 'ripened on the tree, quite ripe'}