Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δρυόεις
δρυοκοίτης
δρυοκολάπτης
δρυοπαγής
δρυοπτερίς
δρύος
δρυοτομία
δρύοχοι
δρύοχος
Δρύοψ
δρύοψ
δρυπεπής
δρυπίς
δρύππιος
δρύπτω
δρῦς
δρυτόμος
δρυφάδες
δρύφακτος
δρυφακτόω
δρυφάκτωμα
View word page
δρύοψ
woodpecker
ShortDef
Dryops
woodpecker
Debugging
Headword:
δρύοψ
Headword (normalized):
δρύοψ
Headword (normalized/stripped):
δρυοψ
IDX:
24221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24222
Key:
Data
{'content': 'woodpecker'}