Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δρυογόνος
δρυόεις
δρυοκοίτης
δρυοκολάπτης
δρυοπαγής
δρυοπτερίς
δρύος
δρυοτομία
δρύοχοι
δρύοχος
Δρύοψ
δρύοψ
δρυπεπής
δρυπίς
δρύππιος
δρύπτω
δρῦς
δρυτόμος
δρυφάδες
δρύφακτος
δρυφακτόω
View word page
Δρύοψ
Dryops

ShortDef

Dryops
woodpecker

Debugging

Headword:
Δρύοψ
Headword (normalized):
δρύοψ
Headword (normalized/stripped):
δρυοψ
IDX:
24220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24221
Key:

Data

{'content': 'Dryops'}