Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δρύμιος
δρυμόνιος
δρυμός
δρυμοφύλαξ
δρυμοχαρής
δρυμώδης
δρυμών
δρυοβάλανος
δρυοβαφής
δρυογόνος
δρυόεις
δρυοκοίτης
δρυοκολάπτης
δρυοπαγής
δρυοπτερίς
δρύος
δρυοτομία
δρύοχοι
δρύοχος
Δρύοψ
δρύοψ
View word page
δρυόεις
full of oaks, woody

ShortDef

full of oaks, woody

Debugging

Headword:
δρυόεις
Headword (normalized):
δρυόεις
Headword (normalized/stripped):
δρυοεις
IDX:
24211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24212
Key:

Data

{'content': 'full of oaks, woody'}