Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δρύϊνος
δρυϊνών
δρυΐτης
δρύκαρπον
δρυκολάπτης
δρυμεῖτις
δρύμιος
δρυμόνιος
δρυμός
δρυμοφύλαξ
δρυμοχαρής
δρυμώδης
δρυμών
δρυοβάλανος
δρυοβαφής
δρυογόνος
δρυόεις
δρυοκοίτης
δρυοκολάπτης
δρυοπαγής
δρυοπτερίς
View word page
δρυμοχαρής
delighting in the woods

ShortDef

delighting in the woods

Debugging

Headword:
δρυμοχαρής
Headword (normalized):
δρυμοχαρής
Headword (normalized/stripped):
δρυμοχαρης
IDX:
24205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24206
Key:

Data

{'content': 'delighting in the woods'}