Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δρυηκόπος
Δρυΐδης
δρυΐνας
δρύϊνος
δρυϊνών
δρυΐτης
δρύκαρπον
δρυκολάπτης
δρυμεῖτις
δρύμιος
δρυμόνιος
δρυμός
δρυμοφύλαξ
δρυμοχαρής
δρυμώδης
δρυμών
δρυοβάλανος
δρυοβαφής
δρυογόνος
δρυόεις
δρυοκοίτης
View word page
δρυμόνιος
haunting the woods

ShortDef

haunting the woods

Debugging

Headword:
δρυμόνιος
Headword (normalized):
δρυμόνιος
Headword (normalized/stripped):
δρυμονιος
IDX:
24202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24203
Key:

Data

{'content': 'haunting the woods'}