Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δρυαχαρνεύς
δρυηκόπος
Δρυΐδης
δρυΐνας
δρύϊνος
δρυϊνών
δρυΐτης
δρύκαρπον
δρυκολάπτης
δρυμεῖτις
δρύμιος
δρυμόνιος
δρυμός
δρυμοφύλαξ
δρυμοχαρής
δρυμώδης
δρυμών
δρυοβάλανος
δρυοβαφής
δρυογόνος
δρυόεις
View word page
δρύμιος
passing through a copse

ShortDef

passing through a copse

Debugging

Headword:
δρύμιος
Headword (normalized):
δρύμιος
Headword (normalized/stripped):
δρυμιος
IDX:
24201
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24202
Key:

Data

{'content': 'passing through a copse'}