Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δροσόεις
δροσόλιθος
δροσόομαι
δροσοπαγής
δροσοπάχνη
δρόσος
δροσώδης
Δρύαλος
Δρυάς
Δρύας
δρυαχαρνεύς
δρυηκόπος
Δρυΐδης
δρυΐνας
δρύϊνος
δρυϊνών
δρυΐτης
δρύκαρπον
δρυκολάπτης
δρυμεῖτις
δρύμιος
View word page
δρυαχαρνεύς
tough Acharnian

ShortDef

tough Acharnian

Debugging

Headword:
δρυαχαρνεύς
Headword (normalized):
δρυαχαρνεύς
Headword (normalized/stripped):
δρυαχαρνευς
IDX:
24191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24192
Key:

Data

{'content': 'tough Acharnian'}