Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δροσοβολέω
δροσοβόλος
δροσογόνος
δροσοειδής
δροσοείμων
δροσόεις
δροσόλιθος
δροσόομαι
δροσοπαγής
δροσοπάχνη
δρόσος
δροσώδης
Δρύαλος
Δρυάς
Δρύας
δρυαχαρνεύς
δρυηκόπος
Δρυΐδης
δρυΐνας
δρύϊνος
δρυϊνών
View word page
δρόσος
dew

ShortDef

dew

Debugging

Headword:
δρόσος
Headword (normalized):
δρόσος
Headword (normalized/stripped):
δροσος
IDX:
24186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24187
Key:

Data

{'content': 'dew'}