Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δροσίζω
δροσισμός
δροσοβολέω
δροσοβόλος
δροσογόνος
δροσοειδής
δροσοείμων
δροσόεις
δροσόλιθος
δροσόομαι
δροσοπαγής
δροσοπάχνη
δρόσος
δροσώδης
Δρύαλος
Δρυάς
Δρύας
δρυαχαρνεύς
δρυηκόπος
Δρυΐδης
δρυΐνας
View word page
δροσοπαγής
dew-nourished

ShortDef

dew-nourished

Debugging

Headword:
δροσοπαγής
Headword (normalized):
δροσοπαγής
Headword (normalized/stripped):
δροσοπαγης
IDX:
24184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24185
Key:

Data

{'content': 'dew-nourished'}