Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δροσία
δροσίζω
δροσισμός
δροσοβολέω
δροσοβόλος
δροσογόνος
δροσοειδής
δροσοείμων
δροσόεις
δροσόλιθος
δροσόομαι
δροσοπαγής
δροσοπάχνη
δρόσος
δροσώδης
Δρύαλος
Δρυάς
Δρύας
δρυαχαρνεύς
δρυηκόπος
Δρυΐδης
View word page
δροσόομαι
to be wet with dew

ShortDef

to be wet with dew

Debugging

Headword:
δροσόομαι
Headword (normalized):
δροσόομαι
Headword (normalized/stripped):
δροσοομαι
IDX:
24183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24184
Key:

Data

{'content': 'to be wet with dew'}