Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δροσερός
δροσία
δροσίζω
δροσισμός
δροσοβολέω
δροσοβόλος
δροσογόνος
δροσοειδής
δροσοείμων
δροσόεις
δροσόλιθος
δροσόομαι
δροσοπαγής
δροσοπάχνη
δρόσος
δροσώδης
Δρύαλος
Δρυάς
Δρύας
δρυαχαρνεύς
δρυηκόπος
View word page
δροσόλιθος
gem

ShortDef

gem

Debugging

Headword:
δροσόλιθος
Headword (normalized):
δροσόλιθος
Headword (normalized/stripped):
δροσολιθος
IDX:
24182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24183
Key:

Data

{'content': 'gem'}