Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δρόσαλλις
δροσερός
δροσία
δροσίζω
δροσισμός
δροσοβολέω
δροσοβόλος
δροσογόνος
δροσοειδής
δροσοείμων
δροσόεις
δροσόλιθος
δροσόομαι
δροσοπαγής
δροσοπάχνη
δρόσος
δροσώδης
Δρύαλος
Δρυάς
Δρύας
δρυαχαρνεύς
View word page
δροσόεις
dewy
ShortDef
dewy
Debugging
Headword:
δροσόεις
Headword (normalized):
δροσόεις
Headword (normalized/stripped):
δροσοεις
IDX:
24181
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24182
Key:
Data
{'content': 'dewy'}