Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αἰσχυντέον
αἰσχυντηλία
αἰσχυντηλός
αἰσχυντήρ
αἰσχυντικός
αἰσχυντός
αἰσχύνω
Αἴσων
Αἰσώπειος
Αἰσωποποίητος
Αἴσωπος
ἀΐτας
αἰτέω
αἴτημα
αἰτηματικός
αἰτηματώδης
αἰτήσιμος
αἴτησις
αἰτητέον
αἰτητής
αἰτητικός
View word page
Αἴσωπος
Aesop
ShortDef
Aesop
Debugging
Headword:
Αἴσωπος
Headword (normalized):
αἴσωπος
Headword (normalized/stripped):
αισωπος
IDX:
2417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2418
Key:
Data
{'content': 'Aesop'}