Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δρομόω
δρόμων
δρόξιμα
δρόπις
δρόσαλλις
δροσερός
δροσία
δροσίζω
δροσισμός
δροσοβολέω
δροσοβόλος
δροσογόνος
δροσοειδής
δροσοείμων
δροσόεις
δροσόλιθος
δροσόομαι
δροσοπαγής
δροσοπάχνη
δρόσος
δροσώδης
View word page
δροσοβόλος
dewy
ShortDef
dewy
Debugging
Headword:
δροσοβόλος
Headword (normalized):
δροσοβόλος
Headword (normalized/stripped):
δροσοβολος
IDX:
24177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24178
Key:
Data
{'content': 'dewy'}